ἁδρομερῆ

ἁδρομερῆ
ἁδρομερής
of coarse
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἁδρομερής
of coarse
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἁδρομερής
of coarse
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κροκαλοπαγής — ές (για πετρώματα) αυτός που αποτελείται από αδρομερή θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων που συνδέονται μεταξύ τους με λεπτόκοκκη θεμελιώδη μάζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκάλη + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου,… …   Dictionary of Greek

  • φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… …   Dictionary of Greek

  • προσχώσεις ή αλλουβιοκές αποθέσεις — Η απόθεση χαλαρών (ασύνδετων) υλικών, όπως χάλικες, άμμος, άργιλος και οργανικά υπολείμματα, που προέρχονται από την αποσάρθρωση προϋπαρχόντων πετρωμάτων, και μεταφέρονται κυρίως από τα υδάτινα ρεύματα, αλλά και από τους ανέμους και τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”